Μια Κυριακή, πριν από επτά χρόνια περίπου, μαζευτήκαμε συγγενείς γείτονες και φίλοι στο μνημόσυνο του παππού Χ. Το βλέμμα μου τράβηξε μια ηλικιωμένη κυρία, μαυροντυμένη και φανερά συγκινημένη, που κάθισε δίπλα στη γιαγιά Dorothy: δεν ήταν συγγενής, δεν ήταν οικογενειακή φίλη, δεν ήταν γειτόνισσα. Τότε τι στο καλό ήταν; Είδε φως και μπήκε; Η απάντηση που πήρα αργότερα, όταν ρώτησα για την ταυτότητα της μυστηριώδους κυρίας, ομολογώ πως με ξάφνιασε. Η μαυροντυμένη άγνωστη δεν είχε συναντήσει τον παππού εδώ και δεκαετίες αλλά όταν έμαθε πως έφυγε από τη ζωή θέλησε να τον «αποχαιρετήσει», γιατί έμενε κοντά στο αρτοποιείο του πολλά χρόνια πριν και , κατά τα λεγόμενά της , σε χρόνια δύσκολα και φτωχικά για την οικογένειά της ο παππούς Χ. τους βοηθούσε να επιβιώσουν με το μοναδικό πράγμα που είχε τη δυνατότητα να προσφέρει : ψωμί!
Μέχρι τότε είχα ακούσει αμέτρητες ιστορίες για τον φούρνο του παππού Χ. :
Για την ιδιότροπη πελάτισσα που αγόραζε μισή φραντζόλα ψωμί το πρωί και μισή το απόγευμα, για να είναι φρέσκο όπως έλεγε (χμμμμ... newsflash μαντάμ! Για το ίδιο ψωμί επρόκειτο...)
Για την ημέρα που έπεσε, κατά λάθος, κόκκινο πιπέρι μέσα στη ζύμη για το σταφιδόψωμο και την επόμενη μέρα « ...ήρθαν οι κλώσσες(!) και μου έλεγαν “ Μα τι νόστιμο που ήταν χθες το σταφιδόψωμο, καλύτερο από κάθε άλλη φορά” χαχαχα!»
Για τα ξακουστά Χριστόψωμα και Πασχαλινά κουλουράκια (αυτή η συνταγή σκίζει, ακόμα και σήμερα) και για τους πελάτες που έστελναν συστημένους τους φίλους τους, να αγοράσουν και αυτοί
Για το νηστίσιμο κοτόπουλο της «Γιούτσαινας» , που τη φώναζαν έτσι όλοι στη γειτονιά, γιατί κάθε Κυριακή βιαζόταν να πάρει το ταψί από τον φούρνο, να προλάβει να σερβίρει τον σύζυγο που πήγαινε κάθε εβδομάδα στο γήπεδο να δει τον Γιούτσο (Ολυμπιακάρα ο σύζυγος, σωστός!)
Για το όρθιο ζώο που, όταν είχε πρωτοκυκλοφορήσει το αλεύρι που φουσκώνει μόνο του, έφτιαξε κέικ και εκτός από το προαναφερθέν αλεύρι έριξε στο μίγμα και baking powder, και το αποτέλεσμα ήταν ένα big bang κατά τη διάρκεια του ψησίματος
Για τον πυρόξανθο γάτο του μαγαζιού που είχε τα... «τυχερά» του όποτε ερχόταν ταψί με γαύρο και άλλα μεζεδάκια και είχε γίνει τόσο χοντρός που η μαμά μου υποστηρίζει πως αν του έκαναν εξέταση χοληστερίνης το αποτέλεσμα θα ήταν περίπου 1000!
Δεν τον είχα ακούσει, ούτε μία φορά, να πει ότι βοήθησε κάποιον. Ούτε τον παππού ούτε τη γιαγιά, παρά το γεγονός ότι εκ των υστέρων έμαθα πως η κυρία του μνημοσύνου δεν ήταν η μόνη που είχε λόγο να τον θυμάται με ευγνωμοσύνη.
«σου δε ποιούντος ελεημοσύνην μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου» - ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 6:3
(δεν το ‘χω με το πολυτονικό στο πληκτρολόγιο...)
Να μη γνωρίζει το αριστερό σου χέρι τι κάνει το δεξί... Διαπιστώνω κάθε μέρα πως όσοι γνωρίζω πολύ καλά πως προσφέρουν σε αυτούς που έχουν ανάγκη (και το μαθαίνω από τρίτους), όσοι είναι γενναιόδωροι με τους συνανθρώπους τους - είτε γιατί έχουν την άνεση να το κάνουν είτε από το υστέρημά τους, είτε προσφέροντας υλικά αγαθά είτε απλά λίγο από τον χρόνο τους- δεν συνηθίζουν να μιλάνε γι’αυτό. Δεν το κάνουν θέμα. Τόσο απλά. Γνωστοί, γείτονες, συγγενείς, επιλέγουν αθόρυβα να προσφέρουν ό, τι μπορεί καθένας, εδώ και πολλά χρόνια: Η ολίγον τι βρωμόστομη και θεόμουρλη ηλικιωμένη γειτόνισσά μου που εδώ και μια δεκαετία, το λιγότερο, μαγειρεύει στο συσσίτιο της ενορίας (το έμαθα τα περασμένα Χριστούγεννα). Και η κυρία Β., που σερβίρει χαμογελαστή όποιον ζητά ένα «γεύμα αγάπης» στην ίδια ενορία, σαν να ήταν σε χρυσοσκουφάτο και μισελεναστεράτο εστιατόριο. Παιδάκια που μαζεύουν παιχνίδια και βιβλία για συνομήλικούς τους. Οι κάτοικοι ενός χωριού που αγοράζουν –ρεφενέ- ένα ζευγάρι παπούτσια για τον πάτερ-φαμίλια μιας οικογένειας μεταναστών, ο οποίος κυκλοφορούσε ξυπόλητος μέσα στο καταχείμωνο (ναι, κυκλοφορούσε χωρίς παπούτσια). Γιατροί που όχι μόνο τιμούν τον όρκο τους , αλλά επιδεικνύουν απίστευτο μεγαλείο ψυχής (και είναι πολλοί). Επιστήμονες, εργάτες, νοικοκυρές, εργαζόμενοι, άνεργοι... Πάντα αθόρυβα, χωρίς τυμπανοκρουσίες.
Σήμερα, ακόμα και μία μερίδα φαγητού για πολλούς παύει να είναι δεδομένη. Για περισσότερους απ’ότι στο πρόσφατο παρελθόν. Κάτι με ξενίζει, όμως, όταν ακούω -είτε επαγγελματίες της ενημέρωσης είτε ανθρώπους της διπλανής πόρτας- να αναφέρονται στην τωρινή κατάσταση λες και ανακάλυψαν τον τροχό! Πριν από πέντε χρόνια περίπου, πέρασα μεσημέρι έξω από την εκκλησία της Αγίας Τριάδας, στο κέντρο του Πειραιά. Μία τεράστια ουρά μπροστά από μία πόρτα τράβηξε την προσοχή μου, ήταν η ουρά για το συσσίτιο. Πολύς, πάρα πολύς κόσμος. Θυμάμαι ένα εμετικό ρεπορτάζ λίγο πριν τα Χριστούγεννα, είχαν βάλει πιτσιρίκια να λένε τι θέλουν από τον Άγιο Βασίλη και, ω ναι! Στην πλειοψηφία τους ζητούσαν από τον Santa δουλειά για τη μαμά ή για τον μπαμπά ή λεφτά για πετρέλαιο και σκεφτόμουν εντάξει, μπράβο, 1 στους 3 σίγουρα θα δάκρυσε. Πουλάει η φτώχεια, πουλάει η δυστυχία, πουλάει η φατσούλα που δηλώνει σοβαρά ότι ο Άγιος Βασίλης πρέπει να εκπληρώσει πρώτα την επιθυμία της μαμάς και του μπαμπά και δεν πειράζει για τα παιχνίδια, ας πάνε στον διάολο τα παιχνίδια, ποιός ασχολείται με τα παιχνίδια, και την ίδια στιγμή διακρίνεις την απογοήτευση στο βλέμμα κι ας μην είναι ακόμα Χριστούγεννα, πουλάει η ουρά στο Σύνταγμα για μια σακούλα πατάτες, πουλάνε οι εκστρατείες για συγκέντρωση τροφίμων και ρούχων με δέκα κάμερες και άλλα τόσα μικρόφωνα, μην τύχει και μας πουν ότι δεν είμαστε κοινωνικά ευαισθητοποιημένοι, πουλάνε μούρη όσοι νομίζουν ότι προσφέροντας τον οβολό τους έχουν εξασφαλίσει μια θέση στον Παράδεισο και οικτίρουν τους πτωχούς και τους άνεργους (νέα παιδιά, επιστήμονες στην πλειοψηφία τους! Τα κακόμοιρα!) ως άλλες Μαντάμ Σουσούδες και ως άλλοι φιλεύσπλαχνοι γείτονες του «Τζακ Ο Χάρα», που έλεγε και ο μέγας καλλιτέχνης από το Αιγάλεω Σίτι, και παρακινούν τους υπόλοιπους να ακολουθήσουν το καλό τους παράδειγμα και να μην κάθονται με σταυρωμένα χέρια.
Ε, κάπου εκεί τα παίρνω ρε φίλε!
Πως προεξοφλείς μεσιέ ότι όλοι γύρω σου είναι αναίσθητοι και βολεμένοι; Και, στην τελική, ποιός σου είπε ότι καθένας γουστάρει να βγάλει τελάλη για το τι κάνει και τι δίνει. Το αριστερό και το δεξί που λέγαμε πιο πάνω... Επιπροσθέτως, όταν πέρασα για πρώτη φορά στη ζωή μου το κατώφλι του οαεδ, πριν από πολλά χρόνια, όταν έληξε η σύμβαση της πρώτης μου δουλειάς, οι περισσότεροι «συνάδελφοι» δεν ήταν κοπρόσκυλα με τον φραπέ στο ένα χέρι και το τσιγάρο στο άλλο που περίμεναν να τους διορίσουν διευθυντές με δέκα γραμματείς , αλλά και τότε ήταν παιδιά που είχαν πτυχία και μεταπτυχιακά και όρεξη για δουλειά και, πραγματικά, θέλω να ρωτήσω όλους αυτούς που τώρα ανακάλυψαν ότι δίπλα τους υπάρχει δυστυχία, από ποιον πλανήτη έχουν κατέβει και αν το περιβάλλον τους, τη γυάλα στην οποία ζουν, την καθαρίζουν με χλωρίνη ή έχουν βρει κάποια άλλη μέθοδο απολύμανσης, αποστείρωσης, αποτελεσματικότερη.
Μέχρι τότε είχα ακούσει αμέτρητες ιστορίες για τον φούρνο του παππού Χ. :
Για την ιδιότροπη πελάτισσα που αγόραζε μισή φραντζόλα ψωμί το πρωί και μισή το απόγευμα, για να είναι φρέσκο όπως έλεγε (χμμμμ... newsflash μαντάμ! Για το ίδιο ψωμί επρόκειτο...)
Για την ημέρα που έπεσε, κατά λάθος, κόκκινο πιπέρι μέσα στη ζύμη για το σταφιδόψωμο και την επόμενη μέρα « ...ήρθαν οι κλώσσες(!) και μου έλεγαν “ Μα τι νόστιμο που ήταν χθες το σταφιδόψωμο, καλύτερο από κάθε άλλη φορά” χαχαχα!»
Για τα ξακουστά Χριστόψωμα και Πασχαλινά κουλουράκια (αυτή η συνταγή σκίζει, ακόμα και σήμερα) και για τους πελάτες που έστελναν συστημένους τους φίλους τους, να αγοράσουν και αυτοί
Για το νηστίσιμο κοτόπουλο της «Γιούτσαινας» , που τη φώναζαν έτσι όλοι στη γειτονιά, γιατί κάθε Κυριακή βιαζόταν να πάρει το ταψί από τον φούρνο, να προλάβει να σερβίρει τον σύζυγο που πήγαινε κάθε εβδομάδα στο γήπεδο να δει τον Γιούτσο (Ολυμπιακάρα ο σύζυγος, σωστός!)
Για το όρθιο ζώο που, όταν είχε πρωτοκυκλοφορήσει το αλεύρι που φουσκώνει μόνο του, έφτιαξε κέικ και εκτός από το προαναφερθέν αλεύρι έριξε στο μίγμα και baking powder, και το αποτέλεσμα ήταν ένα big bang κατά τη διάρκεια του ψησίματος
Για τον πυρόξανθο γάτο του μαγαζιού που είχε τα... «τυχερά» του όποτε ερχόταν ταψί με γαύρο και άλλα μεζεδάκια και είχε γίνει τόσο χοντρός που η μαμά μου υποστηρίζει πως αν του έκαναν εξέταση χοληστερίνης το αποτέλεσμα θα ήταν περίπου 1000!
Δεν τον είχα ακούσει, ούτε μία φορά, να πει ότι βοήθησε κάποιον. Ούτε τον παππού ούτε τη γιαγιά, παρά το γεγονός ότι εκ των υστέρων έμαθα πως η κυρία του μνημοσύνου δεν ήταν η μόνη που είχε λόγο να τον θυμάται με ευγνωμοσύνη.
«σου δε ποιούντος ελεημοσύνην μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου» - ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 6:3
(δεν το ‘χω με το πολυτονικό στο πληκτρολόγιο...)
Να μη γνωρίζει το αριστερό σου χέρι τι κάνει το δεξί... Διαπιστώνω κάθε μέρα πως όσοι γνωρίζω πολύ καλά πως προσφέρουν σε αυτούς που έχουν ανάγκη (και το μαθαίνω από τρίτους), όσοι είναι γενναιόδωροι με τους συνανθρώπους τους - είτε γιατί έχουν την άνεση να το κάνουν είτε από το υστέρημά τους, είτε προσφέροντας υλικά αγαθά είτε απλά λίγο από τον χρόνο τους- δεν συνηθίζουν να μιλάνε γι’αυτό. Δεν το κάνουν θέμα. Τόσο απλά. Γνωστοί, γείτονες, συγγενείς, επιλέγουν αθόρυβα να προσφέρουν ό, τι μπορεί καθένας, εδώ και πολλά χρόνια: Η ολίγον τι βρωμόστομη και θεόμουρλη ηλικιωμένη γειτόνισσά μου που εδώ και μια δεκαετία, το λιγότερο, μαγειρεύει στο συσσίτιο της ενορίας (το έμαθα τα περασμένα Χριστούγεννα). Και η κυρία Β., που σερβίρει χαμογελαστή όποιον ζητά ένα «γεύμα αγάπης» στην ίδια ενορία, σαν να ήταν σε χρυσοσκουφάτο και μισελεναστεράτο εστιατόριο. Παιδάκια που μαζεύουν παιχνίδια και βιβλία για συνομήλικούς τους. Οι κάτοικοι ενός χωριού που αγοράζουν –ρεφενέ- ένα ζευγάρι παπούτσια για τον πάτερ-φαμίλια μιας οικογένειας μεταναστών, ο οποίος κυκλοφορούσε ξυπόλητος μέσα στο καταχείμωνο (ναι, κυκλοφορούσε χωρίς παπούτσια). Γιατροί που όχι μόνο τιμούν τον όρκο τους , αλλά επιδεικνύουν απίστευτο μεγαλείο ψυχής (και είναι πολλοί). Επιστήμονες, εργάτες, νοικοκυρές, εργαζόμενοι, άνεργοι... Πάντα αθόρυβα, χωρίς τυμπανοκρουσίες.
Σήμερα, ακόμα και μία μερίδα φαγητού για πολλούς παύει να είναι δεδομένη. Για περισσότερους απ’ότι στο πρόσφατο παρελθόν. Κάτι με ξενίζει, όμως, όταν ακούω -είτε επαγγελματίες της ενημέρωσης είτε ανθρώπους της διπλανής πόρτας- να αναφέρονται στην τωρινή κατάσταση λες και ανακάλυψαν τον τροχό! Πριν από πέντε χρόνια περίπου, πέρασα μεσημέρι έξω από την εκκλησία της Αγίας Τριάδας, στο κέντρο του Πειραιά. Μία τεράστια ουρά μπροστά από μία πόρτα τράβηξε την προσοχή μου, ήταν η ουρά για το συσσίτιο. Πολύς, πάρα πολύς κόσμος. Θυμάμαι ένα εμετικό ρεπορτάζ λίγο πριν τα Χριστούγεννα, είχαν βάλει πιτσιρίκια να λένε τι θέλουν από τον Άγιο Βασίλη και, ω ναι! Στην πλειοψηφία τους ζητούσαν από τον Santa δουλειά για τη μαμά ή για τον μπαμπά ή λεφτά για πετρέλαιο και σκεφτόμουν εντάξει, μπράβο, 1 στους 3 σίγουρα θα δάκρυσε. Πουλάει η φτώχεια, πουλάει η δυστυχία, πουλάει η φατσούλα που δηλώνει σοβαρά ότι ο Άγιος Βασίλης πρέπει να εκπληρώσει πρώτα την επιθυμία της μαμάς και του μπαμπά και δεν πειράζει για τα παιχνίδια, ας πάνε στον διάολο τα παιχνίδια, ποιός ασχολείται με τα παιχνίδια, και την ίδια στιγμή διακρίνεις την απογοήτευση στο βλέμμα κι ας μην είναι ακόμα Χριστούγεννα, πουλάει η ουρά στο Σύνταγμα για μια σακούλα πατάτες, πουλάνε οι εκστρατείες για συγκέντρωση τροφίμων και ρούχων με δέκα κάμερες και άλλα τόσα μικρόφωνα, μην τύχει και μας πουν ότι δεν είμαστε κοινωνικά ευαισθητοποιημένοι, πουλάνε μούρη όσοι νομίζουν ότι προσφέροντας τον οβολό τους έχουν εξασφαλίσει μια θέση στον Παράδεισο και οικτίρουν τους πτωχούς και τους άνεργους (νέα παιδιά, επιστήμονες στην πλειοψηφία τους! Τα κακόμοιρα!) ως άλλες Μαντάμ Σουσούδες και ως άλλοι φιλεύσπλαχνοι γείτονες του «Τζακ Ο Χάρα», που έλεγε και ο μέγας καλλιτέχνης από το Αιγάλεω Σίτι, και παρακινούν τους υπόλοιπους να ακολουθήσουν το καλό τους παράδειγμα και να μην κάθονται με σταυρωμένα χέρια.
Ε, κάπου εκεί τα παίρνω ρε φίλε!
Πως προεξοφλείς μεσιέ ότι όλοι γύρω σου είναι αναίσθητοι και βολεμένοι; Και, στην τελική, ποιός σου είπε ότι καθένας γουστάρει να βγάλει τελάλη για το τι κάνει και τι δίνει. Το αριστερό και το δεξί που λέγαμε πιο πάνω... Επιπροσθέτως, όταν πέρασα για πρώτη φορά στη ζωή μου το κατώφλι του οαεδ, πριν από πολλά χρόνια, όταν έληξε η σύμβαση της πρώτης μου δουλειάς, οι περισσότεροι «συνάδελφοι» δεν ήταν κοπρόσκυλα με τον φραπέ στο ένα χέρι και το τσιγάρο στο άλλο που περίμεναν να τους διορίσουν διευθυντές με δέκα γραμματείς , αλλά και τότε ήταν παιδιά που είχαν πτυχία και μεταπτυχιακά και όρεξη για δουλειά και, πραγματικά, θέλω να ρωτήσω όλους αυτούς που τώρα ανακάλυψαν ότι δίπλα τους υπάρχει δυστυχία, από ποιον πλανήτη έχουν κατέβει και αν το περιβάλλον τους, τη γυάλα στην οποία ζουν, την καθαρίζουν με χλωρίνη ή έχουν βρει κάποια άλλη μέθοδο απολύμανσης, αποστείρωσης, αποτελεσματικότερη.
Υπέροχο άρθρο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαταπληκτικο.Μπράβο.Ολα αυτά θα ηθελα να τα πώ και εγω αλλά δεν εβρισκα τον τρόπο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠες τα βρε Dorothy, πες τα!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν και είτε τα πεις είτε όχι, για πολλούς μπαινάκης βγαινάκης είναι!
Ακόμη και σήμερα, στις μέρες που ζούμε, ότι πουλάει επισκιάζει τα υπόλοιπα.
Φιλιά!
δυστυχως ζουμε στην εποχη της τηλεθεασης και της παρα/υπερ-πληροφορησης...
ΑπάντησηΔιαγραφήυπηρχαν ,υπαρχουν και θα υπαρχουν καποιοι -και ειναι πολλοι- που θελουν να τους απλωσουμε ενα χερι βοηθειας
ΑπάντησηΔιαγραφήας το κανουμε χωρις τυμπανοκρουσιες και φωτα
να εισαι καλα
μπράβο σου...επιτέλους κάποιος να θίξει 1-2 θέματα για τα οποία όλοι θα θέλαμε να μιλήσουμε...καλησπέρα!!
ΑπάντησηΔιαγραφή