Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2021

New normal (?)




 Το βράδυ πριν από την ανακοίνωση του πρώτου lockdown τράβηξα με το κινητό μία φωτογραφία το μανικιούρ μου. Πρωτότυπο, υπέρκομψο, υπέροχο, μαγνήτης αμέτρητων κοπλιμέντων και καμάρι της nail artist. Είχα κλείσει  ραντεβού για την επόμενη, για να το αφαιρέσω. Δεν είχαν περάσει  τρεις εβδομάδες από την τελευταία ανανέωση, όμως όσο κι αν προσπαθούσα να αγνοήσω τη φωνή της λογικής που ψιθύριζε - ή μάλλον ξεφώνιζε κρατώντας τηλεβόα - πως ίσως και να μην ήταν καλή ιδέα να περιμένω λίγες μέρες ακόμα, έκλεισα με ενθουσιασμό το μόνο διαθέσιμο ραντεβού (καταμεσήμερο, από ακύρωση όπως πληροφορήθηκα) και αρκέστηκα στην αναμνηστική φωτογραφία. Με  νύχια απαλλαγμένα από το παραμικρό ίχνος ακρυλικού, παρακολούθησα τις ανακοινώσεις για τα μέτρα προστασίας. 

Η συνέχεια γνωστή και οι επόμενες δύο εβδομάδες κρίσιμες. 

Δεν πρόκειται να υποστηρίξω ότι  οι μήνες του εγκλεισμού ήταν  ευκαιρία για ξεκούραση, παρόλο που - η πρώτη φάση τουλάχιστον - με βρήκε πιο κουρασμένη από ποτέ. Ούτε ευκαιρία για σπιτικά ζυμώματα και γυμναστική. Με μαμά  άξιο τέκνο του φούρναρη παππού και τη χρόνια λατρεία μου για το kickboxing, και τα δύο σπορ δεν μας απολείπουν. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, βέβαια, ποτέ άλλοτε δεν δοκίμασα τόσες πολλές διαφορετικές εκδοχές του χριστουγεννιάτικου panettone. Ούτε άδραξα την ευκαιρία για να τα βρω με τον εαυτό μου. Been there, done that.  Δεν πρόκειται, φυσικά, να υποστηρίξω ότι δεν φοβήθηκα. Έπλυνα τα χέρια μου (ακόμα πιο) σχολαστικά. Είδα πολλές ταινίες, αυτό μάλιστα, και πολύ θέατρο, και διάβασα βιβλία.  Παρακολούθησα -και παρακολουθώ-  όλες τις εξελίξεις, αλλά μου απαγόρευσα να στήνομαι μπροστά στην τηλεόραση κάθε απόγευμα για την ενημέρωση. Το έκανα κάμποσες μέρες στην αρχή και, δεν ξέρω, το αισθάνθηκα σαν μια μορφή άνευ λόγου αυτοκακοποίησης και αυτοτιμωρίας.  Είδα ένα ασθενοφόρο να σταματά στη διπλανή  πόρτα και το πλήρωμά του, με τις στολές που θυμίζουν αστροναύτες, να μεταφέρει μια παιδική φίλη και τον άντρα της στο νοσοκομείο. Ευτυχώς, γρήγορα  γύρισαν στο σπίτι τους. Δυστυχώς, ένας άλλος γείτονας, νεότατος, δεν στάθηκε το ίδιο τυχερός. 

Αποδέχτηκα με κόπο ότι τελικά σε περιόδους κρίσης καθένας βγάζει στην επιφάνεια αυτό που έχει μέσα του σε περίσσευμα. Μεγάλη πίκρα αυτό, αλλά το προτιμώ από τα τσιτάτα που υποστηρίζουν ότι όλοι, μα όλοι πχια, βγαίνουμε καλύτεροι από κάτι τέτοιες καταστάσεις. Όχι, είδα συμπεριφορές που δεν δικαιολογούνται από καμία πανδημία, από κανέναν εγκλεισμό. Με υπερβολική δόση κατανόησης, ίσως να δικαιολογούνται σε κακομαθημένα τρίχρονα που δεν τους αγόρασαν τη Barbie που ήθελαν. "Καθένας το παλεύει όπως ξέρει και μπορεί" που λέει και το άσμα, αλλά όταν έχει μπει ολόκληρος πλανήτης σε pause, καθένας  μπορεί να χαμηλώσει ένα τσακ το volume του εγωκεντρισμού. Γνώμη μου. Κάποια στιγμή θα περάσει όλο αυτό, και τότε τι; What happens in Vegas, stays in Vegas? Sorry, την ίδια πανοπλία θα φοράμε και τότε, δεν έχουμε δεύτερη, και αφού μια ζωή την έχουμε γιατί να μην τη γλεντήσουμε με αυτούς που πραγματικά νοιάζονται; Ρητορική η ερώτησις. Όχι πως χρειαζόταν να το διευκρινίσω δηλαδή. 

Γενικά μιλώντας, προσπάθησα να παραμείνω zen. Αυτό ήταν, και είναι, το mood. Κάτι καταφέρνω, αν και οι προκλήσεις δεν λείπουν. Παραδείγματος χάριν, έκλεισα τα 40 εν μέσω αυστηρού lockdown. Κυρ Στέφανε! Πιάσε μια μετακίνηση 6 να το γιορτάσουμε. Ναι, ναι... Τον γύρο του τετραγώνου θα κάνουμε! 

Μετά από ένα χρόνο -και βάλε- που καίγαμε εγκεφαλικά κύτταρα μπροστά σε οθόνες και καιγόμασταν να μάθουμε πότε επιτέλους θα βγει από την εξίσωση της ζωής μας ο ιός, κάηκε και η χώρα. Στην κυριολεξία αυτή τη φορά. Για λίγο μπήκαν στην άκρη οι ανακοινώσεις για τεστ, κρούσματα και νεκρούς, και όπου έπεφτε το βλέμμα συναντούσε φλόγες. Μέρα και νύχτα, εικοσιτετράωρα ολόκληρα, θαρραλέοι (;) ρεπόρτερ πλησίαζαν υπερβολικά κοντά στις εστίες της φωτιάς, λες και έκαναν διαγωνισμό, ποιος είναι ο πιο ατρόμητος και ποιος θα κάνει τις πιο ενοχλητικές ερωτήσεις (για όνομα του Θεού, ερωτήσεις!) στους πυροσβέστες και στους εθελοντές που πάλευαν να σώσουν ό,τι μπορούσαν.  Θα μου πεις και ο Hemingway έστελνε τις ανταποκρίσεις του από το μέτωπο, αλλά βρε παιδί μου έβαζε κι ένα χεράκι. Βοηθούσε. Δεν μπλεκόταν στα πόδια των ανθρώπων, με το μικρόφωνο στο χέρι...

Έπαθα σοκ και έμεινα να κοιτάω την οθόνη της τηλεόρασης σαν υπνωτισμένη, ενώ η καρδιά μου κόντευε να σπάσει, όταν η φωτιά -σε απευθείας μετάδοση- έμπαινε στον αγαπημένο μου καλοκαιρινό προορισμό, εκεί που έχω περάσει περισσότερα από τα μισά καλοκαίρια της ζωής μου.  Στο χωριό μου, όπως αποκαλώ τον μικρό καταπράσινο παράδεισο της Βόρειας Εύβοιας. Έβλεπα τις φλόγες και  σκεφτόμουν ότι παραδίπλα ήταν το κτίριο που στέγαζε τον θερινό κινηματογράφο. Κάθε μέρα έβγαινε στους δρόμους το αυτοκίνητο που ενημέρωνε για την ταινία που θα παιζόταν το βράδυ. Πόσο είχα γελάσει όταν, το σωτήριο έτος 1998, άκουσα τη γνώριμη φωνή να μας ενημερώνει ότι το βράδυ δεν έπρεπε να χάσουμε ΤΟ αριστούργημα ... Τον "Τετανικοοοοοοοο"! Θα μπορούσε να γυριστεί και sequel, σοβαρά τώρα, δεν έδινε φοβερή πάσα για τον "Αντιτετανικό"; Φθηνά τη γλίτωσε το χωριουδάκι μου, αλλά πόση ανακούφιση μπορείς να νιώσεις, αν αναλογιστείς την καταστροφή; 

Είχε γράψει κάποτε ο Γιάννης Μαρής δύο βιβλία με τίτλους που θα ταίριαζαν γάντι στο φετινό καλοκαίρι: "Το καλοκαίρι του φόβου" το ένα, "Επικίνδυνο καλοκαίρι" το άλλο. Απ' όλα είχε ο μπαξές. Σε μια ένδειξη καλής θέλησης, το αποχαιρέτησα στα καθίσματα ενός άλλου θερινού σινεμά.  Μασουλώντας ποπ κορν, σαχλαμαρίζοντας, γελώντας, κοιτώντας με μισό μάτι την κυρία που έφτασε τελευταία και καταϊδρωμένη και μετέφερε την καρέκλα της στο κέντρο του διαδρόμου, γιατί "Δεν πειράζει, εεεε; Στη γωνία δεν βλέπω" και με τη φευγαλέα σκέψη, κάποια στιγμή που το άρωμα του γιασεμιού συνάντησε τις υπέροχες μουσικές του Zbigniew Preisner, ότι  και το new normal έχει ψυχή. 

Κι ας φλερτάρει καθημερινά με το να βγάλει τη δική μας...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Έτοιμοι για απογείωση?